- απόθετος
- ἀπόθετος, -ον (AM) [αποτίθημι]αρχ.1. αυτός που έχει ριχτεί κάτω, που κείται κάτω2. αποθηκευμένος, φυλαγμένος3. κρυμμένος, μυστικός4. αυτός που έχει διαφυλαχθεί για εξαιρετικές περιστάσειςμσν.το ουδ. ως ουσ.1. τὸ ἀπόθετονη αποθήκη2. τὰ ἀπόθεταοι προμήθειες.
Dictionary of Greek. 2013.