απόθετος

απόθετος
ἀπόθετος, -ον (AM) [αποτίθημι]
αρχ.
1. αυτός που έχει ριχτεί κάτω, που κείται κάτω
2. αποθηκευμένος, φυλαγμένος
3. κρυμμένος, μυστικός
4. αυτός που έχει διαφυλαχθεί για εξαιρετικές περιστάσεις
μσν.
το ουδ. ως ουσ.
1. τὸ ἀπόθετον
η αποθήκη
2. τὰ ἀπόθετα
οι προμήθειες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπόθετος — laid by masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόθετον — ἀπόθετος laid by masc/fem acc sg ἀπόθετος laid by neut nom/voc/acc sg ἀποτίθημι put away aor imperat act 2nd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθέτοις — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθέτου — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθέτους — ἀπόθετος laid by masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθέτων — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut gen pl ἀποτίθημι put away aor imperat act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθέτῳ — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόθετα — ἀπόθετος laid by neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόθετοι — ἀπόθετος laid by masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”